μελισσόφυλλον

μελισσόφυλλον
μελισσόφυλλον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελισσόφυλλον — μελισσόφυλλον, τὸ (Α) το φυτό μελισσοβότανο …   Dictionary of Greek

  • μελισσοφύλλου — μελισσόφυλλον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσοφύλλῳ — μελισσόφυλλον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Melissa officinalis — Lemon Balm Lemon Balm Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) …   Wikipedia

  • μέλινον — μέλινον, τὸ (Α) το μελισσόφυλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αμάρτυρου επιθέτου *μέλινος (< μελί)] …   Dictionary of Greek

  • μελίφυλλον — μελίφυλλον, τὸ (Α) μελισσόφυλλον* …   Dictionary of Greek

  • μελιτόφυλλον — μελιτόφυλλον, τὸ (Α) μελισσόφυλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + φύλλον] …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”